καψίδι

καψίδι
και καψίδιασμα, το
νοσηρή φλόγωση τών ματιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάψις + κατάλ. -ίδι (< -ίδιον), πρβλ. κοψ-ίδι, ξεφτ-ίδι. Το καψίδιασμα < καψιδιάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καψιδιάζω — πάσχω από καψίδι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καψίδι + κατάλ. ιάζω (πρβλ. αγκαθι άζω, χνουδι άζω)] …   Dictionary of Greek

  • καψιδιάρης — ο αυτός που υποφέρει από καψίδι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καψίδι + κατάλ. ιάρης (πρβλ. αρρωστ ιάρης, ψωρ ιάρης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”